- χρησμοσύνη
- χρησμοσύνηneedfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρησμοσύνη — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. χρημοσύνη Α έλλειψη, χρεία αρχ. 1. επίμονη παράκληση 2. υπηρεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χρημοσύνη, με δυσερμήνευτο σ . Η σύνδεση τού τ. με τη λ. χρησμός είναι εσφ.] … Dictionary of Greek
χρησμοσύνηι — χρησμοσύνῃ , χρησμοσύνη need fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνην — χρησμοσύνη need fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνης — χρησμοσύνη need fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοσύνα — χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc/acc dual χρησμοσύνᾱ , χρησμοσύνη need fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)